κοκκιάζω

κοκκιάζω
(Μ κοκκιάζω)
τοποθετώ το βέλος στο τόξο («και τη σαΐτα κόκκιασε... την ώρα εκείνη», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. δημιουργώ εντομές ή εσοχές ή, γενικά, διακριτικά σημεία σε ένα πράγμα για να τό αναγνωρίζω
2. περνώ σε νήμα διάτρητους κόκκους για να συναρμολογήσω κομπολόγι ή περιδέραιο
3. δέρνω κάποιον ανηλεώς, τόν τσακίζω στο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκα «βέλος» + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. ανατριχ-ιάζω, γειτν-ιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκιαστός — ή, ό [κοκκιάζω] 1. (για βέλος) αυτό που τοποθετείται στην εντομή τού τόξου για εκτόξευση 2. (για το τόξο) αυτό που έχει τοποθετημένο στην εντομή το βέλος για εκτόξευση 3. αυτός που έχει συνενωθεί κατά κόκκους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”